εξοίδημα

εξοίδημα
το , εξοίδησις (-εως) η
1) вздутие, опухание, распухание; 2) вздутие, опухоль

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εξοίδημα" в других словарях:

  • διάσονας — και διάθονας, ο δοθιήν, φλεγμονώδες εξοίδημα τού δέρματος (κν. καλόγηρος, βούζουνας) …   Dictionary of Greek

  • δοθιήν — ο (AM δοθιήν) φλεγμονώδες, πυώδες εξοίδημα τού δέρματος και τού υποδόριου ιστού, καλόγερος, βούζουνας, διάθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η παρουσία τού θι στη λ. κάνει πιθανή την υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ. Ο σχηματισμός της κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • ζωοκηκίδα — και ζωοκηκίς, η βοτ. παθολογικό εξοίδημα τών φυτών που προέρχεται από δήγμα εντόμων ή άλλου ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κηκίδα «κηλίδα»] …   Dictionary of Greek

  • φλυκτίς — και φλοκτίς, ίδος, ἡ, ΜΑ φλεγμονώδες πυώδες εξοίδημα τού δέρματος, φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bhl u τού ρ. φλύω με λαρυγγική παρέκταση γ (βλ. και λ. φλύω) και επίθημα τι ς (πρβλ. κύσ τι ς), βλ. και λ. φλύκταινα] …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»